ακριδολογώ

ακριδολογώ
[ακριδολόγος]
1. μαζεύω ακρίδες
2. παροιμ. «Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγα» (γι’ αυτόν που παραμελεί τις δουλειές του και ασχολείται με ασήμαντα πράγματα)
3. έχω πολύ μικρή σοδειά
4. ματαιοπονώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακριδολόγος — ο 1. δίχτυ που χρησιμοποιείται για το κυνήγι ακρίδων 2. θήκη από καλάμι, μέσα στην οποία διατηρούν ζωντανές ακρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακριδολογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”